- ἁρμοστήρ
- ἁρμ-οστήρ, ῆρος, ὁ, = sq., X.HG4.8.39, IG5(1).937.2 ([place name] Cythera).II
-κοσμητής 1.2
, Pl.Com.126.III of stones, laid with the grain, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κοσμητής 1.2
, Pl.Com.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρμοστήρ — ἁρμοστήρ, ο (Α) [αρμόζω] 1. το εργαλείο με το οποίο γίνεται η συναρμολόγηση 2. ο διακοσμητής … Dictionary of Greek
ἁρμοστῆρας — ἁρμοστήρ laid with the grain masc acc pl ἁρμοστής one who arranges masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστῆρες — ἁρμοστήρ laid with the grain masc nom/voc pl ἁρμοστής one who arranges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοστήρων — ἁρμοστήρ laid with the grain masc gen pl ἁρμοστής one who arranges masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek